Σαμαρείτης

Σαμαρείτης
ο
θηλ. Σαμαρείτισσα και Σαμαρείτιδα
1. αυτός που κατάγεται από τη Σαμάρεια.
2. μτφ., φιλάνθρωπος, σπλαχνικός: Μην παρασταίνεις τον καλό Σαμαρείτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σαμαρείτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρειτῶν — Σαμαρείτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρεῖται — Σαμαρείτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρεῖτι — Σαμαρείτης fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρεῖτιν — Σαμαρείτης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρεῖτις — Σαμαρείτης fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρείταις — Σαμαρείτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρείτην — Σαμαρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμαρείτιδα — Σαμαρείτης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”